ἀπειρομάχας

ἀπειρομάχας
ᾰπειρομᾰχας
1 inexperienced in battle

ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.30


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀπειρομάχας — ἀπειρομάχᾱς , ἀπειρομάχης masc acc pl ἀπειρομάχᾱς , ἀπειρομάχης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”